Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Και τώρα για κάτι εντελώς διαφορετικό... (γράφει ο Totem)

Μου ήρθε ένας φάκελος, ο οποίος με εξώθησε να γράψω αυτό το κείμενο.
Το έχω ποστάρει και σε άλλα site που δεν πρόκειται ποτέ να τα διαβάσει, γιατί δεν χρειάζεται.
Ποιο πολύ για να το διαβάσω εγώ το έγραψα. Αν βρείτε χρόνο διαβάστε το. Δεν χάνετε και τίποτα.

Σ'αγαπάω ρε!

Πρώτη φορά που σε είδα ήταν σε προφεστιβαλική της ΚΝΕ, 2003, στην Πάτρα, όταν ήμασταν και οι δύο φοιτητές. Δεν μπορώ να πω ψέμματα τώρα, γιατί το παρόν δεν αποτελεί τόσο πολύ κείμενο/αφήγηση, όσο ξέπλυμα/υπενθύμιση, για την ίδια την διαλεκτική μου και τον λόγο μου σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν μου έκανε εντύπωση τίποτα άλλο πέρα από την εξωτερική σου εμφάνιση. Το κοντό μαλλί στις γυναίκες πάντα με αρρώσταινε, σγουρό σαν το δικό σου. Σοκολατί δέρμα. Κοντούλα, όπως ακριβώς σε ήθελα. Με τις τέλειες αναλογίες για τις συγκεκριμένες φαντασιώσεις μου. Ρώτησα για εσένα μια συμφοιτήτρια "τί παίζει", καθώς σε έβλεπα να συμμετέχεις στα κοινά με μια χαρά αλλά και με μια έντονη συγκράτηση. Μου είπε "...άσ'το Πέτρο, χαμένη υπόθεση...". Ρώτησα και άλλους. Ένας φίλος από το πανεπιστήμιο, δυο σχολές πιο 'κει απ'τη δικιά σου μου είπε ότι είσαι τρελή. "Μια φορά της έπιασα το χέρι από το μπράτσο για να έρθει να κάτσει πίσω από τα τραπεζάκια, σοβαρά, να έτσι [μου έδειξε πως] γιατί θα έπεφτε ξύλο και πήγαμε να μαζέψουμε τους δικούς μας. Και να, μα το Χριστό (sic) άρχισε να ουρλιάζει! Όχι φωνές 'άσε με' και τέτοια! Ουρλιαχτά! Λες και τη σφάζανε!" Κάποιο λάκκο είχε η φάβα.

Την επόμενη μέρα στο φεστιβάλ καθόσουν πίσω από τον πάγκο με τα βιβλία. Περίμενα να φύγει ένας ενοχλητικός που σε ρώταγε μισή ώρα για τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι. Ήρθα και σε ρώτησα: "Σε πείραξε? Να τον δείρω?", και μου γέλασες. Κακό του κεφαλιού σου. Μην δείξεις σε Περαματιώτη ανοιχτή πόρτα. Θα μπει. Κι ας μη χωράει. Έκατσα δίπλα σου και μιλήσαμε. Με ρώτησες: "Δεν σε προειδοποιήσανε?". Α, φυσικά και με προειδοποιήσανε, αλλά αυτό δεν αλλάζει το ότι ήσουν πολύ ελκυστική, και το δύσκολο για τον κυνηγό είναι πάντα ελκυστικότερο. Θα έμπαινα που ο κόσμος να χάλαγε. Σε ρώτησα αν ήθελες να σε γυρίσω εγώ στο σπίτι μετά. Αρνήθηκες ευγενικά. Φύγαμε. Η προφεστιβαλική τέλειωσε.

Την επόμενη Δευτέρα, η τύχη λίγο, και περισσότερο τα μαγειρέματα που έκανα εγώ με φέρανε στο πανεπιστήμιο. Στα τραπεζάκια. Περίμενα από τις 9 το πρωΐ. Τελικά ήρθες κατά τις 1μιση. Είχες εργαστήριο στις 3. Ξαναμιλήσαμε. Αυτή τη φορά για άλλα πράγματα. Τα πηγαίναμε καλά. Και έδειχνες κι εσύ ένα γλυκόπικρο "θα ήθελα αλλά δυστυχώς...". Περίμενα να τελειώσει το εργαστήριό σου. Στις 5 δεν υπήρχε άλλος στα τραπεζάκια. Μόνο εγώ, με δυο καφέδες. Νες γλυκό με γάλα ο ένας. Για 'σένα. Έτσι δεν τον έπινες στο φεστιβάλ? "Πως το θυμάσαι?". Πάντα θυμάμαι πράγματα που με ενδιαφέρουν. Τελικά φύγαμε από το πανεπιστήμιο μετά τις 9. Δεν θυμάμαι τί συζητούσαμε 4 ώρες. Αλλά θυμάμαι ότι χαμογελούσες πολύ. Όταν προσφέρθηκα να σε πάω σπίτι όμως πάλι άλλαξε το ύφος σου, ανέβηκαν οι άμυνες και ξαναρνήθηκες, αυτή τη φορά σαν να ήθελες να πεις "εντάξει" αλλά να μην μπορούσε να σου βγει.
Την επόμενη μέρα ξανά το ίδιο. Περίπου το ίδιο σκηνικό. Αυτή τη φορά ήρθες νωρίτερα. Στο τέλος της μέρας, πριν της 9 πάλι τα ίδια. Είχες βαλθεί να μην μπεις στο αμάξι μαζί μου. Κάπου πήγαινε το μυαλό μου. "Αν ξαναγίνει το ίδιο και αύριο, τουλάχιστον θα μου πεις γιατί δεν με αφήνεις να σε πάω σπίτι?" ρώτησα. "Θα δούμε..." είπες.
Ξανά το ίδιο. Αυτή τη φορά ήρθα και σε βρήκα εκεί. Είχες πάρει εσύ τους καφέδες. "Δεν το βάζεις κάτω, ε?" Έ, λοιπόν όχι διάολε. Δεν το βάζω. Σε περίμενα χαζολογόντας με τους σ/φους στα τραπεζάκια, να τελειώσεις με τα εργαστήρια για να φάμε άλλο ένα 3ωρο/4ωρο μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Σε ρώτησα ξανά αν θα με άφηνες να σε πάω σπίτι, και προσπάθησες ξανά να αρνηθείς. "Τουλάχιστον μπορώ να μαντέψω?" ρώτησα. Με κοίταξες εξερευνητικά. Άντε να δούμε έξυπνε Πέτρε. Είπα "...τρακάρισμα, είδες δικούς σου ανθρώπους, φίλους ή ακόμα χειρότερο, συγγενείς, να πεθαίνουν δίπλα σου και για αυτό από τότε δεν μπαίνεις ποτέ σε αυτοκίνητο?" ρώτησα, πιθανολογούσα ότι εσύ μπορεί να τη γλίτωσες στο τσακ, ή να είχες κανένα σοβαρό τραυματισμό. Αλλά το αυτοκίνητο και η εμμονή σου να γυρίζεις σπίτι μόνη με είχε τυφλώσει ενώ η απάντηση ήταν προφανής. "Πάμε. Θα σου πω στο δρόμο..." μου είπες και με ακολούθησες στο αμάξι.

Καλοκαίρι του '98 είχες κατέβει στην Κρήτη. Η πρώτη φορά που έκανες διακοπές μόνη σου, χωρίς τους γονείς. Εσύ και οι 3 κολλητές σου. 7 μέρες Ιεράπετρα και 7 Χερσόνησο. Την προτελευταία βραδιά κατεβήκατε στα Μάλια. Ήπιες λίγο παραπάνω, ζαλίστηκες, κάποια στιγμή έχασες τις άλλες και γυρνούσες γύρω γύρω να τις βρεις. Εκεί κάπου άρχισαν να σε πειράζουν κάτι Ισπανοί και Άγγλοι. Εσύ με το χαμόγελο, δεν ήξερες πως να τους το ξεκόψεις, έψαχνες να βρεις και τις άλλες, δεν έδωσες αρκετή σημασία. Όταν πια άρχισες να λες όχι ήταν πολύ αργά. Η πρώτη φορά που έκανες sex ήταν με τη βία, στη γωνιά του δρόμου, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Και όταν τελείωσε ο ένας, σειρά πήρε και ο άλλος, και ο άλλος. Οι τουρίστες σε κοίταζαν και γελάγανε και σε δείχνανε. Και μέχρι να έρθει η αστυνομία να τους συλλάβει είχε περάσει από πάνω σου και ο τέταρτος. Σε γράψανε και οι εφημερίδες. Ήσουν ένας ακόμα "βιασμός 17χρονης" εκείνη τη χρονιά. Οι βιαστές σου δεν πήγανε φυλακή. Απλά εκδιώχθηκαν από το νησί άρον άρον. Στους γονείς σου που ήρθαν να σε παραλάβουν σπασμένη οι αστυνομικοί είπανε ότι ήσουν μεθυσμένη και δεν ήξερες τί έκανες...

Πάρκαρα έξω από το σπίτι σου και γύρισα και σε κοίταξα αποσβολωμένος. "Τώρα κατάλαβες γιατί δεν μπορεί να συμβεί τίποτα μεταξύ μας?" μου είπες. Σου είπα τις καληνύχτες μου και ένα συγνώμη για όλα. Μου είπες ότι δεν φταίω εγώ και ανέβηκες πάνω. Πρέπει να έμεινα κάτω από το σπίτι σου κανένα μισάωρο. Σκεφτόμουν τί μπορούσα να κάνω για να το αλλάξω αυτό το πράγμα. Τί μπορούσα να κάνω για να βοηθήσω. Την επόμενη μέρα (Παρασκευή πρέπει να ήταν) πήγες στο πανεπιστήμιο και δεν με βρήκες εκεί. Στεναχωρήθηκες αλλά το περίμενες. Πήγες για μάθημα, πήγες στο εργαστήριο, και κάποια στιγμή κατά τις 5 που φεύγανε και οι τελευταίοι από τα τραπεζάκια με είδες να έρχομαι, με ρούχα της δουλείας. Παρασκευοσουκού δούλευα οικοδομές με έναν ηλεκτρολόγο. Δεν τα παράτησα. Σου ζήτησα να σε πάω στο σπίτι άλλη μια φορά και το πρόσωπό σου φωτίστηκε. Όσο κι αν μου έλεγες "μην το προσπαθείς" και "δεν ξέρω σε τί αποσκοπεί η εμμονή σου" η καρδούλα σου φτερούγιζε, και πάω στοίχημα ότι θες και άλλα τόσα παραπάνω. Μπήκες μέσα στο αμάξι και σου είπα επί λέξη: "Θέλω να είμαστε μαζί. Κι εγώ δεν είμαι πολύ των σχέσεων. Οι περισσότερες σχέσεις που έχω κάνει είναι της βδομάδας. Και λιγότερο. Αλλά θέλω να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να κάνω μια σοβαρή σχέση. Και μαζί σου τα πράγματα θα κυλήσουν αργά. Δεν με νοιάζει πόσο αργά. Τί λέω? Δεν με νοιάζει καν αν θα κυλήσουν. Απλά θέλω να ξέρω ότι είμαστε μαζί." Γελούσαν και τα αυτιά σου, αλλά παρ' όλα αυτά με ρώτησες: "Τί εννοείς όταν λες 'να είμαστε μαζί'?" και σου απάντησα "Να μιλάμε τέσσερις ώρες την ημέρα για ταινίες και για το εργατικό δίκαιο και για την οργανωμένη πάλη...". Θυμάμαι ακόμα την έκφραση στα μάτια σου όταν μου είπες: "Αν είναι μέχρι εκεί εντάξει. Μπορείς να λες ότι είμαστε μαζί. Αλλά μην περιμένεις περισσότερα..."

Και έτσι πέρασε ο καιρός. Σε έβλεπα 3-4 φορές την βδομάδα. Καθόμασταν στα παγκάκια στο Φάρο και μιλάγαμε, με μια μπίρα εγώ, με μια κοκακόλα εσύ. 2-3 φορές είδαμε και το χάραμα μαζί. Δεν έκανα ποτέ κίνηση να σε αγγίξω. Φοβόμουν ότι θα τραβηχτείς, ή ότι θα σου ξυπνούσα μνήμες επίπονες. Δεν προσποιήθηκα ποτέ ότι μπορούσα να καταλάβω τί είχες περάσει. Αν'αυτού σου έλεγα χαζομάρες, για χίλια μύρια θέματα, για να μην σκέφτεσαι αυτό. Πρώτη με άγγιξες εσύ. Καθώς φεύγαμε από τη Γεροκωστοπούλου, ήρθες δίπλα μου και μου έπιασες το χέρι. Περπατήσαμε μαζί μέχρι το αμάξι και μου κράταγες το χέρι. Πρέπει να ήταν το περισσότερο που είχες αγγίξει άνθρωπο, 5 χρόνια καιρό. Όταν φτάσαμε σπίτι σου πάλι δεν έκανα κίνηση. Αν έκανα οτιδήποτε, αυτή η πολύ απλή πράξη εμπιστοσύνης, ότι μου έπιασες το χέρι, θα φτήνενε επικίνδυνα. Την επόμενη μέρα, εκεί που είχαμε αράξει, έγειρες  το κεφάλι σου στον ώμο μου. Την μεθεπόμενη κούρνιαξες στην αγκαλιά μου. Κάθε βράδυ που σε πήγαινα σπίτι δεν σου ζητούσα τίποτα παραπάνω. Πέρασε έτσι σχεδόν ένας μήνας. Ήμασταν "μαζί" σχεδόν 2 μήνες όταν μου ζήτησες να ανέβω σπίτι σου και να μείνω το βράδυ. "Αλλά δεν θα γίνει τίποτα" μου είπες...

Κοιμόμασταν μαζί κάθε βράδυ σχεδόν για άλλους δυο μήνες περίπου. Τα πρώτα βράδια κοιμόμασταν αντίκρυ, και πάντα περίμενες να κοιμηθώ εγώ πρώτος. Μετά τη βδομάδα μπόρεσες επιτέλους να κοιμηθείς εσύ πρώτη. Μετά τις δύο βδομάδες άρχιζες να χώνεσαι στην αγκαλιά μου για να σε πάρει ο ύπνος. Μετά από 1 μήνα με φίλησες πρώτη φορά. 3 μήνες ήμασταν "μαζί" και ήταν η πρώτη φορά που με φίλησες. Ήταν το πρώτο σου κανονικό φιλί. Είδαμε και οι δύο αστεράκια. Και είχαν περάσει 4 μήνες σε αυτή την "σχέση" μέχρι την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Ίσως να ήταν και η πιο άβολη φορά μου στο κρεββάτι με γυναίκα. Ένιωθα ότι έπρεπε να διορθώσω αυτό που με τόση αδικία σου είχαν χαλάσει. Νομίζω ότι τα κατάφερα, γιατί τους επόμενους 2 μήνες κάναμε περισσότερο έρωτα από όσο είχα κάνει 2μιση χρόνια στην Πάτρα με 20 διαφορετικές συντρόφους. Στις κουζίνες, στα κλιμακοστάσια, στις ταράτσες, στο στενό πίσω από το VESO MARE, στο σπίτι μου, στο σπίτι του κουμπάρου του αδερφού μου, στο εργαστήριο των Μηχανολόγων στο ΤΕΙ, όπου στεκόμασταν και όπου βρισκόμασταν, ήμασταν μια γρατζουνιά σου στο πόδι μου μακριά από το να βγάλουμε τα μάτια μας. Και ακόμα τους θυμάμαι αυτούς τους δυο μήνες σαν 2 από τους καλύτερους στη ζωή μου.

Δεν θυμάμαι γιατί χωρίσαμε. Ο λόγος ήταν ηλίθιος σίγουρα. Εγώ τον είχα βρει. Τί θα μπορούσε να είναι άλλωστε ένας λόγος που ξεφύτρωσε από το κεφάλι μου (όπως και η δομή αυτού του κειμένου)? Ηλίθιος. Το θυμάμαι, γιατί μπήκα μέσα στο σπίτι σου και σου είπα ότι πρέπει να χωρίσουμε, και μου είπες "Για (αυτό) το λόγο? Καλά, είσαι ηλίθιος?", στο οποίο σαν απάντηση άξιζε ένα θριαμβευτικό "ναι". Αλλά επέμεινα ότι δεν πρέπει να είμαστε θυμωμένοι ο ένας στον άλλο γιατί και εγώ απέδειξα στον εαυτό μου ότι μπορεί να κάνει σοβαρή σχέση (αλλά όχι να τη διατηρήσει), αλλά και εσύ απέδειξες στον εαυτό σου ότι μπορείς να κάνεις σχέση, και ότι δεν θα είσαι για πάντα χαλασμένη. Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Δεν κάναμε έρωτα, απλά αγκαλιαστήκαμε και κοιμηθήκαμε, αν και εγώ δεν κοιμήθηκα πολύ. Ροχάλιζες!
 Tongue

Πλάκα κάνω. Δεν ροχάλιζες ποτέ. Για την ακρίβεια, αν μπορούσα να περιγράψω την τέλεια γυναίκα, θα έδινα μια περιγραφή πολύ κοντά στη δική σου, μείον την φρικτή εμπειρία που με έκανε να σε αντιμετωπίζω σαν τον πιο ισχυρό, και εύθραυστο συνάμα, άνθρωπο που έχω γνωρίσει ποτέ. Και νιώθω περήφανος για εσένα, που τα κατάφερες και συνέχισες με την ζωή σου, κι ας είχες δυσκολευτεί αρκετά μέχρι να με γνωρίσεις. Μλκίες λέω. Καθόλου δεν είχες δυσκολευτεί. Ήσουν και μαγκιά, και πρώτη στη σχολή, και θα ακολουθούσες ένα επάγγελμα που αγαπούσες, και όλα τέλεια θα τα είχες κάνει. Αν σε βοήθησα σε κάτι, αυτό ήταν στο να αρχίσεις ξανά να εμπιστεύεσαι και άλλους ανθρώπους, πέραν του εαυτού σου.  Γιατί σήμερα μου έστειλες το προσκλητήριο του γάμου σου. Και μπορεί στις 11 Οκτώβρη να μην μπορώ να έρθω να σε δω να ορκίζεσαι αιώνια και απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον άλλο άνθρωπο, αλλά αυτά που έγραψες μέσα στο προσκλητήριο με κάνουν περήφανο.
"Μακάρι να είσαι πάντα καλά,
γιατί αν δεν υπήρχες εσύ
και αυτοί οι 6 μήνες που ήμασταν μαζί,
σίγουρα δεν θα υπήρχε και αυτό το προσκλητήριο.
Θα σ'αγαπάω πάντα ρε
(όχι έτσι, αλλά θα σ'αγαπάω)."

Πραγματικά χαίρομαι, για εσένα και για 'μένα. Μπορεί (για να μη σου πω και σίγουρα) όχι έτσι πια, αλλά κι εγώ θα σ'αγαπάω πάντα ρε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου